- κηφήνιον
- κηφήν-ιον, τό, Dim. of κηφήν,A drone's grub, Arist.HA623b34; drone's cell, ib.624a2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηφήνια — κηφήνιον drone s grub neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek
κηφήνιο — το (Α κηφήνιον) κηφήνας σε εμβρυακό στάδιο αρχ. η κυψέλη του κηφήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήν + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek